γενάρχης

γενάρχης
γενάρχ-ης, ου, ,
A founder or first ancestor of a family, Call.Fr.36, Lyc.1307; of Julius Caesar, Ph.2.528; of Abraham, Id.1.513; epith. of Heracles, IG 5(1).497 ([place name] Sparta), al.
II ruler of created beings,

γενάρχα τῆς γενεσιουργίας Corp.Herm.13.21

, cf. Orph.H.13.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γενάρχης — founder masc nom sg γεναρχέω to be the ancestor of the human race imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενάρχης — ο (AM γενάρχης) νεοελλ. ο αρχηγός γένους ή έθνους αρχ. μσν. 1. ο ιδρυτής, ο πρώτος σε μια επιφανή οικογένεια 2. ο πρώτος τού γένους τών ανθρώπων, ο Αδάμ αρχ. ο κυβερνήτης τών όντων, ο θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γένος + αρχης < άρχω] …   Dictionary of Greek

  • γενάρχης — ο ο πρώτος πρόγονος ενός γένους, μιας φυλής, ενός έθνους: Ο Αβραάμ ήταν γενάρχης των Εβραίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενάρχαι — γενάρχης founder masc nom/voc pl γενάρχᾱͅ , γενάρχης founder masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμύνανδρος — Γενάρχης των Αμυνάνδρων, ιερατικού γένους στην αρχαία Αθήνα. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται στον Τίμαιοτου Πλάτωνα και ένας Αθηναίος πολίτης. * * * ἀμύνανδρος, ο (Α) αυτός που αποκρούει τους εχθρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω + ἀνήρ, ἀνδρὸς (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • γεναρχῶν — γενάρχης founder masc gen pl γεναρχέω to be the ancestor of the human race pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενάρχαις — γενάρχης founder masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενάρχην — γενάρχης founder masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενάρχου — γενάρχης founder masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενάρχῃ — γενάρχης founder masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενάρχα — γενάρχᾱ , γενάρχης founder masc nom/voc/acc dual γενάρχης founder masc voc sg γενάρχᾱ , γενάρχης founder masc gen sg (doric aeolic) γενάρχης founder masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”